Λέξη: δημοσιογράφος
Σχετικές λέξεις: δημοσιογράφος
δημοσιογράφος σημασία, δημοσιογράφος σκοτώθηκε, δημοσιογράφος mega σκοτώθηκε, δημοσιογράφος mega, δημοσιογράφος χούντα, δημοσιογράφος θάλεια χούντα, δημοσιογράφος mega τροχαίο, δημοσιογράφος mega δυστύχημα, δημοσιογράφος κώστας αργυρός, δημοσιογράφος γδύνεται κατά τη διάρκεια συνέντευξης, δημοσιογράφος χριστίνα ρουσάκη
Συνώνυμα: δημοσιογράφος
ρεπόρτερ, ανταποκριτής
Μεταφράσεις: δημοσιογράφος
δημοσιογράφος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
journalist, reporter, a journalist, a reporter
δημοσιογράφος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
periodista, reportero, reportero de, reportera, indicador
δημοσιογράφος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reporter, referent, pressevertreter, berichterstatter, journalist, Reporter
δημοσιογράφος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reporteur, journaliste, reporter, rapporteur, journaliste a, journaliste de
δημοσιογράφος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
relatore, giornalista, reporter, cronista, giornalista ha, reporter di
δημοσιογράφος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jornal, jornalista, repórter, repórter de, reporter, repórter da
δημοσιογράφος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reporter, verslaggever, journaliste, journalist, reportergen, rapporteur
δημοσιογράφος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
репортер, радиокомментатор, корреспондент, репортёр, докладчик, газетчик, обозреватель, журналист, публицист, репортером, репортера
δημοσιογράφος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
journalist, reporter, reporteren, rapportere, rapportør
δημοσιογράφος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
journalist, reportern, reporter, rapportör
δημοσιογράφος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
journalisti, reportteri, toimittaja, reportterin, reportterigeenin, Raportoijan
δημοσιογράφος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
journalist, reporter, reporteren, journalisten
δημοσιογράφος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
reportér, žurnalista, žurnalistka, referent, novinář, zpravodaj, novinářka, reportérka, reportérem
δημοσιογράφος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dziennikarz, reporter, żurnalista, protokolant, sprawozdawca, publicysta, dziennikarka, reporterowy, reportera
δημοσιογράφος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
riporter, tudósító, riportere, újságíró, a riporter
δημοσιογράφος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
muhabir, muhabiri, raportör, haberci, gazeteci
δημοσιογράφος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
журналістика, репортаж, з'єднання, репортер
δημοσιογράφος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gazetar, raportues, reporter, reporteri, gazetar i
δημοσιογράφος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
докладчик, журналист, репортер, репортерен, репортерна, репортер на, репортера
δημοσιογράφος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэпарцёр, репортер, джэнтльмен
δημοσιογράφος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ajakirjanik, reporter, Ettekandja, reporteri, reportergeeni
δημοσιογράφος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
reporter, novinar, izvjestitelj, novinarka, izvjestiteljica
δημοσιογράφος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blaðamaður, Fréttaritari, Reporter, fréttamaður, blaðamaðurinn
δημοσιογράφος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žurnalistas, reporteris, Reporter, žurnalistė, korespondentas
δημοσιογράφος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
žurnālists, reportieris, ziņotājs, reportieri, referents
δημοσιογράφος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
новинар, репортерот, репортер, новинарот, известувач
δημοσιογράφος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reporter, jurnalist, reporter de, reporterul, reporter a, raportor
δημοσιογράφος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
novinar, reportér, referent, reporter, poročevalec, reporterski, novinarka
δημοσιογράφος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
reportér, žurnalistka, žurnalista, referent, reporter
Στατιστικά δημοτικότητας: δημοσιογράφος
Τυχαίες λέξεις