Sprzeciwiać στα ελληνικά

Μετάφραση: sprzeciwiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θυρίδα, ένσταση, εναντιώνομαι, διαψεύδω, αντιφάσκω, αντιλέγω, αντικείμενο, αψηφώ, αντιτείνω, αντιστέκομαι, αντιτίθεμαι, αντιταχθεί, αντιτίθενται, αντιταχθούν, αντίθετοι, διατυπώσει αντιρρήσεις
Sprzeciwiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bokser στα ελληνικά - πυγμάχος, μπόξερ, μποξέρ, boxer, πυγμάχο
  • endogenny στα ελληνικά - ενδογενούς, ενδογενή, ενδογενείς, ενδογενής, ενδογενών
  • gliniany στα ελληνικά - πήλινος, πήλινα, χωμάτινο, πήλινο, πήλινων
  • hipsotermometr στα ελληνικά - hypsometer
Τυχαίες λέξεις
Sprzeciwiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θυρίδα, ένσταση, εναντιώνομαι, διαψεύδω, αντιφάσκω, αντιλέγω, αντικείμενο, αψηφώ, αντιτείνω, αντιστέκομαι, αντιτίθεμαι, αντιταχθεί, αντιτίθενται, αντιταχθούν, αντίθετοι, διατυπώσει αντιρρήσεις