Αψηφώ στα πολωνικά

Μετάφραση: αψηφώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprzeciwić, przeciwstawiać, wyzywać, sprzeciwiać, przeciwstawić, opierać, afront, lekceważenie, odkosz, snub, zadartym
Αψηφώ στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αψηφώ

αψηφώ στα γαλλικα, αψηφώ ετυμολογία, αψηφώ english, αψηφώ συνωνυμο, αψηφώ λεξικο, αψηφώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, αψηφώ στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αψίδωση στα πολωνικά - pasaż, arkady, podcień, arkada, apsidosi
  • αψίκορος στα πολωνικά - skrupulatny, grymaśny, wybredny, apsikoros
  • αψιμαχία στα πολωνικά - brzęk, trzask, ścierać, gryźć, zderzenie, chrzęst, kolidować, ...
  • αϋπνία στα πολωνικά - bezsenność, bezsenności, insomnia
Τυχαίες λέξεις
Αψηφώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: sprzeciwić, przeciwstawiać, wyzywać, sprzeciwiać, przeciwstawić, opierać, afront, lekceważenie, odkosz, snub, zadartym