Sprzedawca στα ελληνικά
Μετάφραση: sprzedawca, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπακάλης, παντοπώλης, βοηθός, έμπορας, πωλητής, πωλητή, με πωλητή, τον πωλητή, Ο πωλητής είναι
Μεταφράσεις
- angstrem στα ελληνικά - Angstrom, άνγκστρομ, Αη ^ δίτοιη, Αη ^ δίτοιη που
- cela στα ελληνικά - κύτταρο, θάλαμος, κελί, κυττάρων, κυττάρου, κυτταρική
- dojrzale στα ελληνικά - ώριμα, ωριμότητα, maturely, ωριμότερα, με ωριμότητα
- epidemicznie στα ελληνικά - επιδημίας, επιδημικά, υπό τη μορφή επιδημίας, μορφή επιδημίας, επιδημιακά
Τυχαίες λέξεις
Sprzedawca στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπακάλης, παντοπώλης, βοηθός, έμπορας, πωλητής, πωλητή, με πωλητή, τον πωλητή, Ο πωλητής είναι
Μεταφράσεις: μπακάλης, παντοπώλης, βοηθός, έμπορας, πωλητής, πωλητή, με πωλητή, τον πωλητή, Ο πωλητής είναι