Stępić στα ελληνικά

Μετάφραση: stępić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοκόμματος, αμβλύς, απότομος, αμβλύ, αμβλεία, αμβλείας, αμβλέα
Stępić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • biegus στα ελληνικά - Εγγύς, κοντινού, σχεδόν χωρίς καμία μεταβολή
  • ciemnienie στα ελληνικά - συσκότιση, σκούρο χρώμα, σκούρεμα, σκοτείνιασμα, σκουραίνει
  • czerpak στα ελληνικά - σέσουλα, κουτάλα, κουταλιά, μεζούρα, scoop
  • eksterytorialny στα ελληνικά - ετεροδικία, εξωεδαφική, ετερόδικων, εξωεδαφικής, εξωεδαφικών
Τυχαίες λέξεις
Stępić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοκόμματος, αμβλύς, απότομος, αμβλύ, αμβλεία, αμβλείας, αμβλέα