Λέξη: τετραπλασιάζω

Μεταφράσεις: τετραπλασιάζω

τετραπλασιάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
quadruple, quadruplicate

τετραπλασιάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuádruple, cuádruples, cuadruple, Habitación de cuatro camas, quadruple

τετραπλασιάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vervierfachen, vierfach, Vierfache, Vierbett

τετραπλασιάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
quadrupler, quadruple, quadruples, Chambre Quadruple, Quadruple Cette

τετραπλασιάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quadruplo, Quadrupla, quadruple, quadruplicare, Camera con quattro letti

τετραπλασιάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quádruplo, quadruplicar, quádruplos, quádrupla, quadruple

τετραπλασιάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verviervoudigen, viervoudig, vierdubbele, viervoudige, vierpersoonskamers

τετραπλασιάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
учетверить, учетверять, учетверенный, четверной, Четырехместный, Четырёхместный, четырехместные, четверка

τετραπλασιάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
firemannsrom, firedoble, quadruple, firedobles

τετραπλασιάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fyrdubbla, fyrdubbel, fyrbäddsrum, fyrbäddsrum med

τετραπλασιάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nelinkertaistaa, neljän hengen, Quadruple, Neljän, nelinkertainen

τετραπλασιάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
firedobbelt, firdoble, firdobbelt, Firepersoners, Fire mands

τετραπλασιάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čtyřnásobek, čtyřnásobný, čtyřlůžkový pokoj, čtyřlůžkový, čtyřlůžkových, ctyrluzkovy

τετραπλασιάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poczwórny, czterokrotny, czteroosobowy, poczwórne, quadruple

τετραπλασιάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
négyszeres, négyágyas, Négyágyas szoba, négyes

τετραπλασιάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dörtlü, dört Kişilik, dört, dört Kişilik Dört, dört kişilik bir

τετραπλασιάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чотириногий, четверний, четверной

τετραπλασιάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
katërfish, që përfshin katër pjesë, katërfishtë, përfshin katër pjesë, përfshin katër

τετραπλασιάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
четворен, четворна, четворни, с четворна, Четворната

τετραπλασιάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чацвярны

τετραπλασιάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
neljakordne, neljakordistama, neljakordse, neljakordsed, neljakordsete, quadruple

τετραπλασιάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
četverostruk, učetverostručiti, Četverokrevetna, četverokrevetne, četverostruko

τετραπλασιάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Fjögurra manna, fjórfalt, ferfaldur, fjórfaldast, Quadruple

τετραπλασιάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
keturgubas, Keturvietis, keturviečiai, keturgubėti, keturgubas dydis

τετραπλασιάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
četrkāršots, četrkārtīgs, četrkāršs, četrvietīgs, četrvietīgus

τετραπλασιάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
четворни, четири пати, четворна, четирикратен, четворен

τετραπλασιάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cvadruplu, Cameră cu patru paturi, cvadruple, patru ori, de patru ori

τετραπλασιάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
quadruple, četvercu, štirikratnega, četverno, štirikratno

τετραπλασιάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
štvornásobný, štvornásobné, trojnásobné, štyrikrát, štvor-
Τυχαίες λέξεις