Λέξη: θησαυροφυλάκιο
Σχετικές λέξεις: θησαυροφυλάκιο
θησαυροφυλάκιο-ιορδανία, θησαυροφυλάκιο σκρουτζ, θησαυροφυλάκιο των μορμόνων, θησαυροφυλάκιο τηλεπαιχνιδι, θησαυροφυλάκιο φορτ νοξ, θησαυροφυλάκιο ηπα, θησαυροφυλάκιο travian, θησαυροφυλάκιο θεσσαλονικης, θησαυροφυλάκιο μυστικών, θησαυροφυλάκιο αντ1
Συνώνυμα: θησαυροφυλάκιο
ταμείο, θησαυροφυλάκιο κράτους
Μεταφράσεις: θησαυροφυλάκιο
θησαυροφυλάκιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
treasury, coffers, safe deposit, vault, the treasury
θησαυροφυλάκιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tesorería, tesoro, erario, hacienda, de tesorería
θησαυροφυλάκιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schatzamt, schatzkammer, fiskus, staatskasse, Schatzkammer, Fiskus, Treasury
θησαυροφυλάκιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trésor, trésorerie, du Trésor, la trésorerie, de trésorerie
θησαυροφυλάκιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tesoreria, tesoro, proprie, del Tesoro, di tesoreria
θησαυροφυλάκιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tesouro, tesouraria, de tesouraria, Treasury, em tesouraria
θησαυροφυλάκιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schatkist, treasury, schatkamer, ingekochte eigen, kasmiddelen
θησαυροφυλάκιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
казна, сокровищница, казначейство, казначейства, казначейских
θησαυροφυλάκιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skattkammer, treasury, kassen, egne, statskassen
θησαυροφυλάκιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
treasury, finans, statskassan, kassan, skattkammare
θησαυροφυλάκιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aarrekammio, valtiovarainministeriö, Treasury, omia, omien, omat
θησαυροφυλάκιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Treasury, statskassen, finansministerium, skatkammer, statskasse
θησαυροφυλάκιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pokladna, klenotnice, pokladny, pokladnice, treasury
θησαυροφυλάκιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
finanse, skarbnica, skarbiec, skarb państwa, skarbowy, skarbu
θησαυροφυλάκιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kincstár, Treasury, kincstári, Államkincstár, pénztári
θησαυροφυλάκιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hazine, hazine Müsteşarlığı, Hazine'nin, Treasury
θησαυροφυλάκιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скарбниця, казначейство, казна
θησαυροφυλάκιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thesarit, thesari, të thesarit, i thesarit, thesar
θησαυροφυλάκιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съкровищница, хазна, касата, на касата, касовите
θησαυροφυλάκιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
казна, скарб, скарбніца
θησαυροφυλάκιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
varakamber, riigikassa, sularahahalduse, riigikassasse, sularahahaldus, sularahahaldusega
θησαυροφυλάκιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
riznica, riznicu, blagajna, riznice, riznicom, riznici
θησαυροφυλάκιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ríkissjóður, ríkissjóðs, ríkissjóði, Fjárstýring, fjárstýringu
θησαυροφυλάκιο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
thesaurus
θησαυροφυλάκιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
iždo, iždas, Treasury, lobynas
θησαυροφυλάκιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kase, kases, finanšu līdzekļu, Valsts kase, Valsts kases
θησαυροφυλάκιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Министерство за финансии, благајнички, благајничките, трезорска, Министерство за финансии на
θησαυροφυλάκιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trezorerie, de trezorerie, trezoreriei, tezaur, trezorerial
θησαυροφυλάκιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zakladnica, zakladnice, zakladništva, zakladniškega, zakladništvo
θησαυροφυλάκιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pokladnice, pokladňa, pokladnica, fond, poistenia, poisťovňa
Τυχαίες λέξεις