Stępieć στα ελληνικά
Μετάφραση: stępieć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουχρός, βαρετός, πληκτικός, μουντός, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή
Μεταφράσεις
- bałaganiarz στα ελληνικά - muddler
- ciąg στα ελληνικά - χωμένος, μπήγω, διαδρομή, διαδοχή, βύθισμα, πιάτο, πλεύση, ...
- elektroda στα ελληνικά - ηλεκτρόδιο, ηλεκτροδίου, ηλεκτροδίων, του ηλεκτροδίου, των ηλεκτροδίων
- goić στα ελληνικά - επουλώνω, επουλώνομαι, γιατρεύω, επουλωθούν, θεραπεύσει, θεραπεύει, να θεραπεύσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Stępieć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουχρός, βαρετός, πληκτικός, μουντός, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή
Μεταφράσεις: μουχρός, βαρετός, πληκτικός, μουντός, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή