Λέξη: ατροφία
Σχετικές λέξεις: ατροφία
ατροφία εγκεφάλου βικιπαιδεια, ατροφία κολπικού επιθηλίου, ατροφία παρεγκεφαλίδας, ατροφία στομάχου, ατροφία κόλπου, ατροφία πολλαπλών συστημάτων, ατροφία εγκεφάλου, ατροφία μυών, ατροφία δέρματος, ατροφία οπτικού νεύρου
Μεταφράσεις: ατροφία
ατροφία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
atrophy, atrophy of, atrophy is
ατροφία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atrofia, la atrofia, atrofia de, atrofia del, una atrofia
ατροφία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewebsschwund, schwund, atrophie, verkümmerung, Atrophie, verkümmern, Verkümmerung, Schwund
ατροφία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
atrophie, atrophiez, atrophient, fading, s'atrophier, atrophier, atrophions, l'atrophie, une atrophie, atrophie de
ατροφία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scomparsa, atrofia, l'atrofia, atrofia del, atrophy, un'atrofia
ατροφία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atrofiar, atrofia, a atrofia, atrofia do, atrofia de, de atrofia
ατροφία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
atrofie, verschrompeling, atrofie van, atrofie van de, atrophy, spieratrofie
ατροφία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
истощение, изнурять, притупление, ослабление, атрофироваться, переутомлять, атрофия, атрофии, атрофию, атрофией, атрофируются
ατροφία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
atrofi, bli svekket, svekket, atrophy, vinn
ατροφία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
atrofi, förtvinar, förtvining, förtvina, atrophy
ατροφία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
surkastua, surkastuminen, atrofia, atrofiaa, surkastumista, atrofian
ατροφία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
atrofi, atrofi af, svind
ατροφία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zakrňování, zakrnění, atrofie, atrofii, atrofií, k atrofii
ατροφία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obumieranie, zanikanie, obumierać, zanik, atrofia, zaniku, atrofii, atrofię
ατροφία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sorvadás, elcsökevényesedés, atrófia, atrophia, sorvadása, atrófiát
ατροφία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
atrofi, atrofisi, atrofisinin, atrofinin
ατροφία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розморювати, атрофія
ατροφία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
atrofi, atrofi të, atrofik, atrofia
ατροφία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
атрофия, атрофия на, атрофията, на атрофия
ατροφία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
атрафія
ατροφία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõhetumine, atroofia, atroofiat, atroofiaga, atroo fi, atroo fi a
ατροφία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
atrofija, atrofije, atrofiju, atrofiraju, atrophy
ατροφία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rýrnun, visnun
ατροφία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atrofija, atrofiją, atrofijos, atrofuotis
ατροφία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atrofija, atrofiju, atrofijas, atropija
ατροφία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
атрофија, атрофија на, атрофијата
ατροφία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atrofie, atrofia, atrofiei, atrofierea, atrofiere
ατροφία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
atrofij, atrofija, atrofijo, atrofije, atrofiji, o atrofiji
ατροφία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
atrofie, atrofia, atrofiu, atrofii