Stołować στα ελληνικά

Μετάφραση: stołować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβιβάζομαι, σανίδα, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε
Stołować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akwaria στα ελληνικά - ενυδρεία, ενυδρείων, τα ενυδρεία, ενυδρείο
  • aptekarski στα ελληνικά - φαρμακείο, Φαρμακευτικοί, το φαρμακείο, για το φαρμακείο, φαρμακευτική
  • dostawianie στα ελληνικά - προμήθεια, παρέχω, παροχή, χορήγηση, γοητευτικός, θελκτικός, ανάκτηση, ...
  • dwór στα ελληνικά - μέγαρο, δικαστήριο, προαύλιο, αυλή, ερωτοτροπώ, γήπεδο, Δικαστηρίου, ...
Τυχαίες λέξεις
Stołować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβιβάζομαι, σανίδα, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε