Stopować στα ελληνικά
Μετάφραση: stopować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισκιάζω, νάνος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- atakować στα ελληνικά - γέρνω, επηρεάζω, εισβάλλω, επιδρομή, φροντίδα, απεργία, επίθεση, ...
- chemoterapia στα ελληνικά - χημειοθεραπεία, χημειοθεραπείας, τη χημειοθεραπεία, η χημειοθεραπεία, σε χημειοθεραπεία
- dokonać στα ελληνικά - κατορθώνω, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση
- dolnoprzepustowy στα ελληνικά - χαμηλής διέλευσης, lowpass, χαμηλής διάβασης, χαμηλής διόδου, βαθυπερατό
Τυχαίες λέξεις
Stopować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισκιάζω, νάνος
Μεταφράσεις: επισκιάζω, νάνος