Λέξη: στόμα

Σχετικές λέξεις: στόμα

στόμα του λύκου, στόμα με στόμα, στόμα ραψε, στόμα στεγνό, στόμα γεμάτο χώμα, στόμα σκύλου, στόμα θανάτου, στόμα γλυκό μου στόμα, στόμα ονειροκρίτης, στόμα τησ αλήθειασ

Συνώνυμα: στόμα

λαιμός, κούπα, κύπελλο, κορόιδο, ποτήρι, μούτρο, στόμιο, όργανο

Μεταφράσεις: στόμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mouth, oral, orally, the mouth, mouths
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
embocadura, boca, desembocadura, la boca, boca de, vía oral
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ventilmund, kopf, hobelmaul, maul, reden, mund, mündung, ventileingang, sprechen, Mund, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ouverture, débouché, dire, gueule, issue, bouche, orifice, embouchure, parler, la bouche, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abboccatura, bocca, imboccatura, la bocca, foce, della bocca, orale
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
foz, bigode, boca, falar, a boca, da boca
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
praten, mond, muil, bek, spreken, monding, de mond
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уста, рот, жерло, устье, вход, пасть, горлышко, горловина, рта, рту, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
munn, munnen, munningen, appetitt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mun, gap, munnen, klöv, mynningen, mynning
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nielu, kita, haastaa, puhua, suu, suun, suuhun, suussa, sorkkataudin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mund, munding, munden, mundingen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jícen, tlama, otvor, ústí, huba, morda, ústa, ústech, v ústech, úst
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dziobek, organki, japa, dzióbek, usta, pysk, wyjście, wylot, buzia, ujście, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
luk, bejárat, nyílás, száj, szája, száját, szájban, szájába
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ağız, ağzı, ağzını, ağzına
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тихий, мишачий, боязкий, рот, рота
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gojë, flas, goja, gojën, goja e, gojës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рит, говоря, уста, устата, в устата, устните, устата на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рот, казаць, гаварыць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suu, suue, suhu, suus, suud, suust
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ulazu, ušća, mljackati, jelac, usta, ustima, usta su, se usta, usne
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjaftur, munni, munnur, munn, í munni, munnurinn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
os
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
burna, nagų, burnos, džiūvimas, burną
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
runāt, mute, mutes, nagu, mutē, muti
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
устата, уста, на устата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gură, gura, gurii, aftoase
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
usta, sta, huba, ústa, ust, ustih, parkljevke, parkljevki
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sta, ústa, huba, pusa, úst

Στατιστικά δημοτικότητας: στόμα

Τυχαίες λέξεις