Λέξη: αποφαίνομαι

Σχετικές λέξεις: αποφαίνομαι

αποφαίνομαι english, αποφαίνομαι βικιλεξικο, αποφαίνομαι συνώνυμα, αποφαίνομαι σημασια, αποφαίνεται ορισμός

Συνώνυμα: αποφαίνομαι

αποφασίζω, καθορίζω, κρίνω

Μεταφράσεις: αποφαίνομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adjudge, apofainomai
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adjudicar, apofainomai
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
deklarieren, apofainomai
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adjuger, déclarer, arbitrer, décider, juger, résoudre, apofainomai
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
apofainomai
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apofainomai
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
apofainomai
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
присуждать, присудить, приговорить, приговаривать, apofainomai
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
apofainomai
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillerkänna, apofainomai
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
apofainomai
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
apofainomai
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odsoudit, rozhodnout, přiřknout, přisoudit, apofainomai
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
osądzić, rozstrzygać, przysądzać, osądzać, apofainomai
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
apofainomai
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
apofainomai
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
присудіть, присудити, присуджувати, apofainomai
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
apofainomai
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
apofainomai
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абвяшчаць, apofainomai
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hindama, apofainomai
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dosuditi, apofainomai
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
apofainomai
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apofainomai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apofainomai
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
apofainomai
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
apofainomai
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
apofainomai
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
apofainomai
Τυχαίες λέξεις