Strofować στα ελληνικά
Μετάφραση: strofować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποπαίρνω, νουθετώ, επικρίνω, αποδοκιμάζω, επιπλήττω, επίπληξη, κατσαδιάζω, μέμφομαι, παραινώ, επίπληξης, της επίπληξης, για επίπληξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ambulans στα ελληνικά - νοσοκομειακό, ασθενοφόρο, ασθενοφόρων, ασθενοφόρου, το ασθενοφόρο, ασθενοφόρα
- burżuj στα ελληνικά - αστός, αστική, αστικής, αστικό, αστικού
- dzikus στα ελληνικά - άγριος, Savage, άγρια, άγριο, άγριες
- falochron στα ελληνικά - κυματοθραύστης, κυματοθραύστη, λιμενοβραχίονα, λιμενοβραχίονας, προκυμαίας
Τυχαίες λέξεις
Strofować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποπαίρνω, νουθετώ, επικρίνω, αποδοκιμάζω, επιπλήττω, επίπληξη, κατσαδιάζω, μέμφομαι, παραινώ, επίπληξης, της επίπληξης, για επίπληξη
Μεταφράσεις: αποπαίρνω, νουθετώ, επικρίνω, αποδοκιμάζω, επιπλήττω, επίπληξη, κατσαδιάζω, μέμφομαι, παραινώ, επίπληξης, της επίπληξης, για επίπληξη