Μέμφομαι στα πολωνικά

Μετάφραση: μέμφομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ganić, strofować, kląć, wypominać, skrytykować, lżyć, krytykować, karcić, zarzut, wyrzut, wymówka, hańba, karcenie
Μέμφομαι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέμφομαι

μέμφομαι συνώνυμο, μέμφομαι τον αιώνα, μέμφομαι σημασία, μέμφομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, μέμφομαι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • μέλι στα πολωνικά - miodek, złotko, kochanie, miód, miodu, honey, miodem
  • μέλος στα πολωνικά - człon, członek, składnik, poseł, kończyna, gałąź, konar, ...
  • μέμψη στα πολωνικά - krytyka, ganić, osąd, potępiać, zganienie, potępienie, nagana, ...
  • μέντα στα πολωνικά - macierzanka, mięta, bić, miętowy, mennica, mennicy, mięty
Τυχαίες λέξεις
Μέμφομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ganić, strofować, kląć, wypominać, skrytykować, lżyć, krytykować, karcić, zarzut, wyrzut, wymówka, hańba, karcenie