Λέξη: ανησυχώ

Σχετικές λέξεις: ανησυχώ

ανησυχώ τερζής, ανησυχώ δήμου, ανησυχώ μήπως, ανησυχώ στίχοι, ανησυχώ - ελένη δήμου, ανησυχώ τερζής lyrics, ανησυχώ συνώνυμα, ανησυχώ για σένα, ανησυχώ τερζής στιχοι, ανησυχώ συνώνυμο

Συνώνυμα: ανησυχώ

σιγοβράζω, παιδεύω, στενοχωρούμαι, στενοχωρώ, βασανίζω, σκοτίζω, συστρέφομαι, στριφογυρίζω, κουλουριάζω, κουλουριάζομαι, αφορώ, νοιάζομαι, ενδιαφέρω

Μεταφράσεις: ανησυχώ

ανησυχώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
worry, squirm, concern, worried, am concerned

ανησυχώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
preocuparse, preocupación, apurarse, preocupar, preocupe, te preocupes, se preocupe

ανησυχώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ärger, angst, aufreiben, sorgen, sorge, Sorge, Angst, Sorgen, kümmern, Sorgen machen

ανησυχώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
détresse, inquiéter, angoisser, agiter, importuner, veiller, oppresser, tenailler, s'inquiéter, ennui, chagriner, infester, agaçons, inquiétude, offusquer, tracasser, se inquiéter, vous inquiétez, vous soucier

ανησυχώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cruccio, preoccupazione, fastidio, affannare, inquietare, preoccuparsi, preoccuparti, preoccupare, preoccupatevi, preoccuparvi

ανησυχώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desgastado, preocupação, preocupar, afligir, preocupar-se, se preocupe, preocupe

ανησυχώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zorgen, piekeren, zorg, maken, zorgen te maken

ανησυχώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тревога, тормошить, попечение, беспокоиться, обеспокоить, хлопоты, тревожиться, побеспокоить, заботиться, волноваться, встревожить, забота, беспокоить, радение, попечительство, заботить, беспокойтесь, волнуйтесь, волнуйся

ανησυχώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
engstelse, plage, bekymring, bekymre, fortvil, bekymre deg, gi, bekymre seg

ανησυχώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grämelse, sorg, oro, oroa, oroa dig, oroa sig, orolig, oroar

ανησυχώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huoli, murehtia, jännittyä, ahdistaa, liikuttaa, piitata, huolehtia, hätää, tarvitse huolehtia, huolehdi

ανησυχώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bekymre, bekymre dig, bekymre sig, rolig, bekymring

ανησυχώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trápení, sužovat, otravovat, obtěžovat, soužení, mořit, znepokojovat, úzkost, soužit, trápit, zlobit, starost, starosti, obavy, starat, bát, obávat

ανησυχώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
frasunek, dręczyć, troska, doskwierać, gnębić, kłopotać, zaniepokoić, niepokój, zmartwienie, zmartwić, troskać, zgryzota, strapienie, niepokoić, martwić, martwić się, zbulwersować, martw

ανησυχώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyugtalankodás, aggodalom, aggódik, gond, aggódj, aggódjon

ανησυχώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
endişe, tasa, kaygı, üzüntü, endişelenmenize, endişelenmeyin, merak, endişelenmenize gerek

ανησυχώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
набридливий, неспокійний, настирливий, набридлий, турбуватися, хвилюватися, турбуватись, перейматися, тривожитися

ανησυχώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
merak, shqetësohen, u shqetësoni, shqetësoni, t'u shqetësuar

ανησυχώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тревожа, безпокоя, притеснявайте, се притеснявате, се притеснявайте

ανησυχώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
турбавацца, хвалявацца, непакоіцца, клапаціцца

ανησυχώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaevama, muretsema, muretsege, muretse, muretseda

ανησυχώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljutiti, briga, brinuti, uzbuđivati, muka, mučiti, brinite, brini, brige, brinite se

ανησυχώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhyggjur, hafa áhyggjur, hafa, að hafa áhyggjur, hafa áhyggjur af

ανησυχώ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sollicitudo, fatigo

ανησυχώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nerimauti, jaudintis, rūpintis, nerimauja

ανησυχώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uztraukties, jāuztraucas, worry, uztraucas

ανησυχώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се грижи, грижи, загрижени, се грижите, грижите

ανησυχώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
grijă, agasa, face griji, îngrijora, griji, vă faceți griji, faceți griji

ανησυχώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skrbeti, starost, skrbi, skrbite

ανησυχώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
starosti, obavy
Τυχαίες λέξεις