Strzępić στα ελληνικά
Μετάφραση: strzępić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπλοκή, ξεφτίζω, κομματάκι, ίχνος, απόσχιση, απόκομμα, την απόσχιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brąz στα ελληνικά - καστανός, μπρούτζος, καφέ, καστανό, καφετιά, καφετί, καστανά
- czterokrotnie στα ελληνικά - τετραπλός, τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις
- dany στα ελληνικά - δεδομένου, δεδομένο, δεδομένης, δεδομένη, δίνεται
- ekspander στα ελληνικά - διαστολέα, επέκτασης, διαστολής, expander, εκτόνωσης
Τυχαίες λέξεις
Strzępić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπλοκή, ξεφτίζω, κομματάκι, ίχνος, απόσχιση, απόκομμα, την απόσχιση
Μεταφράσεις: συμπλοκή, ξεφτίζω, κομματάκι, ίχνος, απόσχιση, απόκομμα, την απόσχιση