Szaleć στα ελληνικά
Μετάφραση: szaleć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όργιο, λυσσομανώ, φουντώνω, νταής, ταραχή, τρικυμία, συμπλέκομαι, οργή, ενθουσιώδης, μανία, θρασύδειλος, λεονταρισμός, πληθώρα, τρέλα, διθυραμβικός, τρέχω, Rampage, έξαλλη συμπεριφορά, έξαλλη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alopatyczny στα ελληνικά - αλλοπαθητικός, αλλοπαθητικών, αλλοπαθητικά, αλλοπαθητική, αλλοπαθητικό
- deflektor στα ελληνικά - εκτροπέας, εκτροπέα, εκτροπής, εκτροπέως, του εκτροπέα
- integrator στα ελληνικά - ολοκληρωτής, ολοκληρωτή, ολοκλήρωσης, ολοκληρωμένων, του ολοκληρωτή
- inżynieryjny στα ελληνικά - μηχανική, Μηχανικών, μηχανικής, μηχανικού, Engineering
Τυχαίες λέξεις
Szaleć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όργιο, λυσσομανώ, φουντώνω, νταής, ταραχή, τρικυμία, συμπλέκομαι, οργή, ενθουσιώδης, μανία, θρασύδειλος, λεονταρισμός, πληθώρα, τρέλα, διθυραμβικός, τρέχω, Rampage, έξαλλη συμπεριφορά, έξαλλη
Μεταφράσεις: όργιο, λυσσομανώ, φουντώνω, νταής, ταραχή, τρικυμία, συμπλέκομαι, οργή, ενθουσιώδης, μανία, θρασύδειλος, λεονταρισμός, πληθώρα, τρέλα, διθυραμβικός, τρέχω, Rampage, έξαλλη συμπεριφορά, έξαλλη