Λέξη: αγιοπρεπής

Μεταφράσεις: αγιοπρεπής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
saintly, agioprepis
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
santo, agioprepis
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heilig, agioprepis
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sacré, saint, agioprepis
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безгрешный, святой, agioprepis
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svatý, posvátný, agioprepis
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
świątobliwy, święty, agioprepis
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szent, agioprepis
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безгрішний, agioprepis
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pühaklik, pühakusarnane, agioprepis
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
agioprepis
Τυχαίες λέξεις