Szkiełko στα ελληνικά
Μετάφραση: szkiełko, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυαλί, τσουλήθρα, ποτήρι, γλιστρώ, τζάμι, γυαλιού, γυάλινο, γυάλινη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dychotomiczny στα ελληνικά - διχασμένος, διχοτομική, διχοτομικής, διχοτομικού, διχοτομικό
- elektrokardiograf στα ελληνικά - ηλεκτροκαρδιογράφος, ηλεκτροκαρδιογράφο, ηλεκτροκαρδιογράφημα, ηλεκτροκαρδιογράφου, συγκεκριμένα ηλεκτροκαρδιογράφο
- hormon στα ελληνικά - ορμόνη, ορμόνης, ορμονών, ορμόνες, αυξητικής
- instytucjonalizować στα ελληνικά - θεσμοποιήσει, θεσμοθέτηση, θεσμοθετήσουμε, θεσμοθετήσει, τη θεσμοθέτηση
Τυχαίες λέξεις
Szkiełko στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυαλί, τσουλήθρα, ποτήρι, γλιστρώ, τζάμι, γυαλιού, γυάλινο, γυάλινη
Μεταφράσεις: γυαλί, τσουλήθρα, ποτήρι, γλιστρώ, τζάμι, γυαλιού, γυάλινο, γυάλινη