Λέξη: αγγειακός

Σχετικές λέξεις: αγγειακός

αγγειακός δακτύλιος, αγγειακός σπίλος, αγγειακός τόνος, αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, αγγειακόσ παρκινσονισμόσ

Συνώνυμα: αγγειακός

αγγείου, αγγείων, αγγειώδης

Μεταφράσεις: αγγειακός

αγγειακός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vascular, vasal

αγγειακός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vascular, vasculares, vascular de

αγγειακός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vaskulär, Gefäß, vaskulären, vaskuläre, Gefäss

αγγειακός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vasculaire, vasculaires

αγγειακός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vascolare, vascolari, vasi

αγγειακός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vascular, vasculares

αγγειακός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vaat-, vasculaire, vasculair, de vasculaire, bloedvaten

αγγειακός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сосудистый, сосудистой, сосудов, сосудистая, сосудистых

αγγειακός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vaskulær, vascular, vaskulære, vaskulært, kar

αγγειακός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vaskulär, vaskulära, kärl, vaskulärt, vascular

αγγειακός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
verisuoni-, verisuonten, vaskulaarinen, verisuoni, vaskulaarisen

αγγειακός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vaskulær, vaskulære, kar, vaskulært

αγγειακός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cévnatý, cévní, vaskulární, cév, vaskulárního, cévního

αγγειακός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naczyniowy, naczyń, naczyniowego, naczyniowe, naczyniowych

αγγειακός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ér-, vaszkuláris, érrendszeri, vascularis, a vaszkuláris

αγγειακός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
damar, vasküler, damarsal, vaskular

αγγειακός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
судинний

αγγειακός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i enëve të gjakut, vaskulare, vaskular, enëve të gjakut, vaskular dhe

αγγειακός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съдов, съдова, съдовата, съдово, васкуларна

αγγειακός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
судзінкавы, сасудзістай, сасудзісты, судзінны

αγγειακός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaskulaarne, veresoonte, vaskulaarse, veresoonkonna, vaskulaarsete

αγγειακός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vaskularan, krvožilni, vaskularne, vaskularna, vaskularni, vaskularnog

αγγειακός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
æðum, æða, æðasjúkdómum, æðar, æðakerfi

αγγειακός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kraujagyslių, kraujagyslinė, apytakinis, vaskuliarinis

αγγειακός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
asinsvadu, vaskulāra, vaskulāro, vaskulārās, vaskulārā

αγγειακός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
васкуларна, васкуларни, васкуларниот, васкуларните, васкуларен

αγγειακός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vasculare, vascular, vasculară, vasculara

αγγειακός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cévní, vaskularne, vaskularno, vaskularni, žilnega, žilni

αγγειακός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cievne, cievnej, cievny, cievna, cievnu
Τυχαίες λέξεις