Szok στα ελληνικά
Μετάφραση: szok, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σοκ, κρούση, κραδασμός, αποχαύνωση, αποβλάκωση, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bachanalia στα ελληνικά - γλέντι, ξεφάντωμα, ξεφαντώματος, revelry, κραιπάλη
- głuptas στα ελληνικά - βλάκας, κοροϊδεύω, χαζός, μανέστρα, noodle, Νούντλ, νουντλς, ...
- importowanie στα ελληνικά - εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγές, τις εισαγωγές
- instruktażowy στα ελληνικά - Εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικό, Εκπαιδευτική, Διδακτική, Εκπαιδευτικά
Τυχαίες λέξεις
Szok στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σοκ, κρούση, κραδασμός, αποχαύνωση, αποβλάκωση, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Μεταφράσεις: σοκ, κρούση, κραδασμός, αποχαύνωση, αποβλάκωση, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock