Αποβλάκωση στα πολωνικά

Μετάφραση: αποβλάκωση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
osłupienie, szok, oszołomienie, zdumienie, ogłupienie
Αποβλάκωση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποβλάκωση

αποβλακωση συνώνυμο, αποβλάκωση λεξικό γλώσσας πολωνικά, αποβλάκωση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αποβάθρα στα πολωνικά - pomost, dok, ława, dokować, molo, podogonie, przystań, ...
  • αποβάλλω στα πολωνικά - promieniować, skreślać, skreślić, zaniechać, porzucać, zerwać, uronić, ...
  • αποβλέπω στα πολωνικά - dążyć, mierzyć, kierować, cel, skierować, celować, cele, ...
  • αποβλακώνω στα πολωνικά - ogłupić, zdumiewać, udaremnić, ośmieszać, oszołomić, udaremniać, ogłupiać, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποβλάκωση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: osłupienie, szok, oszołomienie, zdumienie, ogłupienie