Szpiclować στα ελληνικά
Μετάφραση: szpiclować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκοπεύω, κατάσκοπος, κατασκόπων, κατασκοπευτικό, κατάσκοπο, κατασκοπείας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bryzganie στα ελληνικά - πλατσουρίζω, πιτσιλάω, πιτσιλίζω, πιτσίλισμα, το πιτσίλισμα, πιτσιλίσματος, εκτοξεύεται, ...
- dyrekcyjny στα ελληνικά - διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των
- dywizyjny στα ελληνικά - διαιρεμένη, τμηματικής, τμηματική, τμηματικών, τμηματικές
- indolencja στα ελληνικά - νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, ραστώνη, τεμπελιά
Τυχαίες λέξεις
Szpiclować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκοπεύω, κατάσκοπος, κατασκόπων, κατασκοπευτικό, κατάσκοπο, κατασκοπείας
Μεταφράσεις: κατασκοπεύω, κατάσκοπος, κατασκόπων, κατασκοπευτικό, κατάσκοπο, κατασκοπείας