Λέξη: επαρχία
Σχετικές λέξεις: επαρχία
επαρχία λαγκαδά, επαρχία μονοφατσίου, επαρχία αμμοχώστου, επαρχία αλμωπίας, επαρχία χατάι, επαρχία κερύνειας, επαρχία μετάφραση, επαρχία γιουνάν, επαρχία βάλτου, επαρχία μαλεβιζίου
Συνώνυμα: επαρχία
κομητεία, καντόνι, καντόνιο, νόμος, δήμος, δικαιοδοσία
Μεταφράσεις: επαρχία
επαρχία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
province, county, the province, province of, the province of
επαρχία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estado, provincia, provincia de, la provincia, la provincia de
επαρχία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
territorium, staat, provinz, Provinz, Province, der Provinz, Gebiet
επαρχία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
province, pays, domaine, marge, territoire, état, branche, région, la province, province de, provinces, la province de
επαρχία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
provincia, Province, provincia di, Area
επαρχία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
território, se, si, províncias, província, Province, província de, provincia
επαρχία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
territoir, provincie, gebied, grondgebied, ban, gouw, territorium, gouvernement, gewest, staat, Province, de provincie, provincia
επαρχία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
губерния, область, компетенция, государство, воеводство, провинция, территория, периферия, Область, провинции, Воеводство, провинцией
επαρχία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
distrikt, provins, provinsen, Province, i Province
επαρχία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
provins, område, landskap, län, provinsen, Province, landskapet
επαρχία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kenttä, alue, lääni, maakunta, provinssi, territorio, ala, maa-alue, maakunnassa, maakunnan
επαρχία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
provins, provinsen, Province, i Province
επαρχία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obor, venkov, provincie, kraj, působiště, území, Province, provincii, spolkovou zemi, spolková země
επαρχία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dziedzina, prowincja, skraj, województwo, zakres, prowincji, w prowincji
επαρχία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tartomány, Province, tartományban, megye, megyében
επαρχία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hükümet, il, devlet, toprak, province of, vilayet, İli, eyaleti
επαρχία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
забезпечування, забезпечення, провінція, Провинция
επαρχία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
krahinë, provincën, provincës, provinca, krahina
επαρχία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
провинция, област, Окръг, провинцията
επαρχία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
правінцыя, правінцыі
επαρχία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
provints, maakond, provintsis, provintsi, province
επαρχία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
periferija, pokrajina, predio, provinciju, Province, pokrajini, pokrajine, Provincija
επαρχία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hérað, héraði, héraðinu
επαρχία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
provincia
επαρχία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
provincija, provincijoje, province, provincijos, sritis
επαρχία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
province, provincē, novads, provinces
επαρχία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
државата, провинција, покраина, провинцијата, покраината
επαρχία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
provincie, provincia, Province, Județul, provinciei
επαρχία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
province, provinca, pokrajina, provinco, provinci
επαρχία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
provincie, provincia, provincii
Στατιστικά δημοτικότητας: επαρχία
Τυχαίες λέξεις