Λέξη: φυσικός

Σχετικές λέξεις: φυσικός

φυσικός αριθμός, φυσικός κύκλος, φυσικός απογαλακτισμός, φυσικός πόρος, φυσικός πλούτος, φυσικός χυμός πορτοκάλι θερμίδες, φυσικός αερισμός, φυσικός κόσμος, φυσικός χυμός ρόδι, φυσικός χυμός πορτοκάλι

Συνώνυμα: φυσικός

κανονικός, φυσιολογικός, ομαλός, θεαματικός, σκηνικός, θεατρικός, έμφυτος, εκ φύσεως, σωματικός, υλικός, απλός, αμελέτητος

Μεταφράσεις: φυσικός

φυσικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
physical, physicist, natural, a natural, native

φυσικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
físico, corpóreo, física, físicos, físicas, material

φυσικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
physisch, gewaltsam, körperlich, physikalisch, technische, musterung, physikalischen, physischen

φυσικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
violent, physique, charnel, matériel, corporel, physiques

φυσικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fisico, fisica, fisiche, fisici, materiale

φυσικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fotografia, físico, física, físicas, físicos, material

φυσικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
materieel, fysisch, fysiek, lichamelijk, gewelddadig, fysieke, fysische

φυσικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
материальный, предметный, физический, телесный, насильственный, физическая, физической, физическое, физического

φυσικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
legemlig, fysisk, fysiske

φυσικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
materiell, fysisk, fysiska, fysiskt, fysikaliska, fysikalisk

φυσικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aineen, ruumiillinen, somaattinen, fysikaalinen, fyysinen, fyysisen, fyysistä, fyysiset, fyysisiä

φυσικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fysisk, legemlig, fysiske, den fysiske

φυσικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
fyzický, fyzikální, hmotný, tělesný, fyzické, fyzická, fyzickou

φυσικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cielesny, fizyczny, fizykalny, materialny, fizyczne, fizyczna, fizycznej, fizycznego

φυσικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
invalidus, természettani, fizikai, a fizikai, testi, fizikális

φυσικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fiziksel, fiziki, fizik, bedensel

φυσικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фізичний, фізична, фізичне

φυσικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fizik, fizike, fizike e, ashpër, e ashpër

φυσικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
физически, физическа, физическо, физическата, физическото

φυσικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фізічная, фізічнай, Курс фізічнай, фізічны, фізычная

φυσικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
füüsiline, kehaline, füüsilise, füüsilist, füüsikaliste

φυσικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
psihički, fizikalno, tjelesan, fizički, tjelesna, fizička, fizičko, fizičkog

φυσικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
líkamlega, líkamlegt, líkamleg, eðlisfræðilegan, líkamlegur

φυσικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fizinis, fizinė, fizinės, fizinio, fizinį

φυσικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fizisks, fiziskā, fizisko, fiziskās, fiziska

φυσικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
физички, физичките, физичката, физичко, физичка

φυσικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fizic, fizică, fizice, fizica, deoarece

φυσικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fizična, fizično, fizični, telesna, fizičnega

φυσικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fyzický, fyzikálne, fyzikálna, fyzikálnej, fyzikálny, fyzické

Στατιστικά δημοτικότητας: φυσικός

Τυχαίες λέξεις