Torować στα ελληνικά

Μετάφραση: torować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελευθερώνω, λιθοστρώνω, διαυγής, εναργής, έκδηλος, δείχνουν, δείξει, παρουσιάζουν, αποδείξει, εμφανίζουν
Torować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aby στα ελληνικά - εκείνος, που, για, να, προς, σε, με
  • bibuła στα ελληνικά - φίλτρο, διηθώ, κρησαρίζω, χαρτί, χαρτιού, έγγραφο, το χαρτί, ...
  • dostać στα ελληνικά - παίρνω, αποκτώ, πάρει, πάρετε, να πάρει, να πάρετε, λάβετε
  • informatyk στα ελληνικά - IT, πληροφορικής, ΤΠ, ΙΤ, ΑΜ
Τυχαίες λέξεις
Torować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελευθερώνω, λιθοστρώνω, διαυγής, εναργής, έκδηλος, δείχνουν, δείξει, παρουσιάζουν, αποδείξει, εμφανίζουν