Λέξη: φώκια

Σχετικές λέξεις: φώκια

φώκια λεοπάρδαλη, φώκια μονάχους μονάχους βίντεο, φώκια μονάχους μονάχους video, φώκια ονειροκρίτης, φώκια μοναχός, φώκια μονάχους, φώκια στα αγγλικά

Συνώνυμα: φώκια

σφραγίδα, φώκη

Μεταφράσεις: φώκια

φώκια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
seal, monk seal, seals, monk seals, in seal

φώκια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lacrar, sellar, foca, timbrar, precintar, sello, junta, sello de, el sello, del sello

φώκια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
siegeln, dichtung, siegel, stempel, robbe, versiegeln, seehund, abdichtung, Dichtung, Siegel, Abdichtung, Dicht

φώκια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
estampe, plombage, obturer, estampiller, clore, boucher, plomb, estampille, clôturer, renfermer, laquer, bourrelet, cachet, calfeutrer, sceller, sigillaire, sceau, phoque, joint, étanchéité, joint d'étanchéité

φώκια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sigillare, guarnizione, suggellare, foca, sigillo, tenuta, di tenuta, sigillo di

φώκια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lacrar, foca, gaivota, animal, selo, selar, vedação, selo de, do selo, seal

φώκια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rob, verzegelen, bezegelen, zegel, zeehond, afdichting, seal, verzegeling

φώκια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опечатывать, опечатать, тавро, заклеивать, пломба, пломбировать, обтюратор, тюлень, оковывать, гриф, клеймо, запломбировать, печатка, печать, запечатывать, уплотнение, уплотнения, уплотнитель

φώκια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
segl, forsegle, sel, tetning, forsegling, forseglingen

φώκια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sigill, lacka, säl, försegla, tätning, tätningen, tätnings

φώκια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lakata, varustaa sinetillä, sinetöidä, sinetti, tiiviste, tiivisteen, sinetin, tiivistettä

φώκια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sæl, forsegling, tætning, segl, forseglingen

φώκια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zapečetit, zacementovat, plombovat, nalakovat, plomba, lakovat, cejch, těsnit, cejchovat, pečeť, ocejchovat, razidlo, zaplombovat, těsnění, pečetit, uzavřít, ucpávka, utěsnění, těsněním

φώκια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
potwierdzenie, plomba, opieczętować, uszczelka, zalakować, pieczętować, lakować, pieczęć, foka, stemplować, uszczelniać, stempel, uszczelnienie, zapieczętować, przypieczętować, fok

φώκια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fóka, padlóbevonat, vízzárás, pecsét, tömítés, tömítést, pecsétet

φώκια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mühürlemek, ayıbalığı, fok, mühür, conta, sızdırmazlık, contası, salmastra

φώκια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пломба, печать, запломбувати, тавро, тюлень, друк, печатку, принт версiя, печатка, друку

φώκια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vulë, vulën, vula, nënshkruajnë, vulën e

φώκια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клеймо, уплътнение, печат, тюлени, пломба, запечатване

φώκια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
друк, друку, пячатку, пячатка

φώκια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pitsat, hüljes, tihend, pitser, pitseri, plommi

φώκια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žig, pečat, brtva, brtvljenje, brtve, brtvilo, brtvu

φώκια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innsigla, innsigli, selurinn, innsiglið, sel

φώκια στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
signum

φώκια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ruonis, tarpiklis, antspaudas, plomba, ruonių

φώκια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ronis, zīmogs, blīvējums, plomba, roņu, seal

φώκια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
печатот, печат, заптивка, фоки, seal

φώκια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sigila, sigiliu, etanșare, de etanșare, sigiliului, sigiliu de

φώκια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plomba, zalepit, tesnilo, pečat, seal, tesnilka

φώκια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tuleň, plomba, tesnenie, tesnenia, tesnení

Στατιστικά δημοτικότητας: φώκια

Τυχαίες λέξεις