Λέξη: αίρεση

Σχετικές λέξεις: αίρεση

αίρεση ετυμολογία, αίρεση ορισμός, αίρεση μουν, αίρεση του αρείου, αίρεση δικαίου, αίρεση του αντικειμενισμού, αίρεση ευαγγελιστών, αίρεση καθαρών, αίρεση των καθαρών, αίρεση & σκιάχτρο - κι ας έχεις φύγει στιχοι

Συνώνυμα: αίρεση

σχίσμα, δόγμα, οπαδοί ενός δόγματος, ρήτρα, παράγραφος, όρος, άρθρο συνθήκης, πρόταση, ονομασία, θρήσκευμα, μονάδα, αξία

Μεταφράσεις: αίρεση

αίρεση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sect, heresy, clause, conditional, condition

αίρεση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
secta, secc, sección, secta de, la secta

αίρεση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sekte, Sekte, Sekten, Abs

αίρεση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
secte, sect, la secte, sectes

αίρεση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
setta, sez, sect, setta di, sètta

αίρεση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seita, facção, seita de, sect, seitas

αίρεση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sekte, secte, par, sect

αίρεση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
секта, фракция, раздел, секты, сектой, секту

αίρεση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sekt, sekten, pkt, sect

αίρεση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sekt, sekten, sect, secten

αίρεση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uskonlahko, lahko, lahkon, lahkoon, sect, lahkoa

αίρεση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sekt, sekten, Sect, sektens

αίρεση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sekta, sect, sekty, sektou, sektu

αίρεση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sekta, sekty, sektą, sect, sektę

αίρεση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szekta, sect, szektát, szektának

αίρεση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mezhep, mezhebi, tarikat, tarikatı, mezhebin

αίρεση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
секта, фракція, секту

αίρεση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sekti, sekt, sekt i, domethënë sekti, sektit

αίρεση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
секта, сектата, ерес, секти

αίρεση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
секта, сэкта, не-, не- вядомая

αίρεση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
usulahk, sekt, sekti, sect, väärusust, kommete

αίρεση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sekta, sekte, sektom, sektu, sekti

αίρεση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Sértrúarsöfnuður

αίρεση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sekta, skyrių, sektą, sect, sektos

αίρεση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sekta, sektas, sektu, sect

αίρεση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
секта, сектата, секти

αίρεση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sectă, secte, secta, sect, sectei

αίρεση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sekta, sekte, sect, sekto, sekti

αίρεση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sekta, sekty

Στατιστικά δημοτικότητας: αίρεση

Τυχαίες λέξεις