Tresowanie στα ελληνικά

Μετάφραση: tresowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκπαίδευση, προπόνηση, προπονούμενος, εξημέρωση, ημέρωμα, εξημέρωσης, Taming, καθυπόταξη
Tresowanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brzeżny στα ελληνικά - περιθωριακός, οριακός, περιθωριακό, οριακό, οριακή
  • dostawa στα ελληνικά - προμήθεια, παροχή, χορήγηση, παρέχω, παράδοση, παραλαβή, διανομή, ...
  • filisterski στα ελληνικά - αυτάρεσκος, αυτάρεσκη, αυτάρεσκο, αυταρέσκειά, αυτάρεσκα
  • higienicznie στα ελληνικά - υγιεινά, υγιεινό τρόπο, κανόνες υγιεινής, τους κανόνες υγιεινής, συνθήκες υγιεινής
Τυχαίες λέξεις
Tresowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκπαίδευση, προπόνηση, προπονούμενος, εξημέρωση, ημέρωμα, εξημέρωσης, Taming, καθυπόταξη