Trzęsawisko στα ελληνικά
Μετάφραση: trzęsawisko, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσδένω, βάλτος, έλος, χερσότοπος, τέλμα, βάλτο, βάλτου
Μεταφράσεις
- bałwochwalca στα ελληνικά - ειδολολάτρης, ειδωλολάτρης, ειδωλολάτρη, ειδωλολατρών, ειδωλολατρικής
- czarnuch στα ελληνικά - αράπης, αράπη, nigger, νέγρος, νέγρο
- determinować στα ελληνικά - κυβερνώ, ιθύνω, υπολογίζω, αποφασίζω, διέπω, προσδιορίζω, καθορίζω, ...
- hultaj στα ελληνικά - μπερμπάντης, μόρτης, παλιάνθρωπος, varmint
Τυχαίες λέξεις
Trzęsawisko στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσδένω, βάλτος, έλος, χερσότοπος, τέλμα, βάλτο, βάλτου
Μεταφράσεις: προσδένω, βάλτος, έλος, χερσότοπος, τέλμα, βάλτο, βάλτου