Λέξη: υστέρηση

Σχετικές λέξεις: υστέρηση

χρονική υστέρηση, υστέρηση φορολογικών εσόδων, υστέρηση λεξικό, μαγνητική υστέρηση, νοητική υστέρηση, υστέρηση συνώνυμα, υστέρηση διάτμησης, υστέρηση συνώνυμο, υστέρηση εσόδων, διανοητική υστέρηση

Μεταφράσεις: υστέρηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lag, hysteresis, shortfall, retardation, delay
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
retraso, histéresis, de histéresis, la histéresis, histéresis de, por histéresis
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einsperren, verlangsamung, verzögerung, Hysterese, Hysteresis, die Hysterese
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
calorifuger, retarder, ralentissement, décoller, retard, hystérèse, hystérésis, l'hystérésis, hystérésis de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indugiare, ritardo, isteresi, di isteresi, l'isteresi, dell'isteresi, isteresi di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
histerese, de histerese, a histerese, da histerese, hysteresis
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vertraging, hysteresis, hysterese, de hysterese
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
брести, задержка, каторжник, замедление, запаздывание, отставать, задерживать, планка, запоздание, отставание, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forsinkelse, hysterese, hysteresis, hysteresen, hysteresen for
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hysteres, hysteresen, hysteresis, hysteresvärdet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aikailla, heittää, hystereesi, hystereesin, hystereesiä, hystereesi-, hystereesillä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hysterese, hysteresen, hysteresis
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zaostávat, hystereze, hysterezi, hysterezní, hysterezí
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwlekać, opóźnienie, otulina, opóźniać, zwłoka, zesłaniec, obandażować, histereza, histerezy, histerezę, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hiszterézis, hiszterézist, hiszterézissel, hiszterézise, a hiszterézist
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gecikme, histerezis, histeresis, histerisiz, histeriz
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гистерезис, гістерезис
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hysteresis
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
замеления, хистерезис, хистерезиса, хистерезисна, на хистерезис
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гістарэзіс, гістэрэзіс
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
soikuma, mahajäämus, hilinema, hüsterees, hüstereesi, hüsterees-, hüstereesist, hüstereesiga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaostajati, histereza, histereze, histerezu, histerezna, histerezni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hysteresis
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
histerezė, histerezės, histerezę, histereza, histereze
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
histerēzes, histerēze, histerēzi, bet histerēze
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хистерезис, хистерезни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
histerezis, de histerezis, hysteresis, histerezisul, histereză
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
histerezo, histereza, histereze, histerezna, hysteresis
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hysterézie, hysterézia, hysterézy, hysteréza, hysteréziu

Στατιστικά δημοτικότητας: υστέρηση

Τυχαίες λέξεις