Trzepotać στα ελληνικά
Μετάφραση: trzepotać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πτερυγίζω, τρέμω, τρεμουλιάζω, φτεροκοπώ, φέσι, ταραχή, πτερυγισμού, πτερυγισμός, πτερυγισμό, φτερούγισμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aforyzm στα ελληνικά - απόφθεγμα, αφορισμός, αφορισμό, ρητό, αφορισμού
- czujnik στα ελληνικά - αισθητήρας, ανιχνευτής, αισθητήρα, του αισθητήρα, αισθητήρων, αισθητήριο
- dostrzeganie στα ελληνικά - αντίληψη, αντίληψης, την αντίληψη, η αντίληψη, αντίληψή
- gorycz στα ελληνικά - χολή, πικράδα, πικρία, δριμύτητα, πίκρα, πικρίας, πικρότητα
Τυχαίες λέξεις
Trzepotać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πτερυγίζω, τρέμω, τρεμουλιάζω, φτεροκοπώ, φέσι, ταραχή, πτερυγισμού, πτερυγισμός, πτερυγισμό, φτερούγισμα
Μεταφράσεις: πτερυγίζω, τρέμω, τρεμουλιάζω, φτεροκοπώ, φέσι, ταραχή, πτερυγισμού, πτερυγισμός, πτερυγισμό, φτερούγισμα