Ułatwiać στα ελληνικά

Μετάφραση: ułatwiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνεση, καταπραΰνω, διευκολύνω, εκθέτω, απλοποιώ, ξεσκεπάζω, διευκολύνουν, διευκόλυνση της, να διευκολύνει, να διευκολύνουν, διευκολυνθεί η
Ułatwiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autodestrukcja στα ελληνικά - αυτοκαταστροφής, αυτοκαταστροφή, την αυτοκαταστροφή, η αυτοκαταστροφή, της αυτοκαταστροφής
  • diagonalny στα ελληνικά - διαγώνιος, διαγώνια, διαγώνιο, διαγωνίου, διαγώνιες
  • dwupostaciowość στα ελληνικά - διμορφισμό, διμορφισμός, διμορφισμού, dimorphism
  • homar στα ελληνικά - αστακός, αστακό, αστακού, αστακών, τον αστακό
Τυχαίες λέξεις
Ułatwiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνεση, καταπραΰνω, διευκολύνω, εκθέτω, απλοποιώ, ξεσκεπάζω, διευκολύνουν, διευκόλυνση της, να διευκολύνει, να διευκολύνουν, διευκολυνθεί η