Λέξη: μεγέθυνση

Σχετικές λέξεις: μεγέθυνση

μεγέθυνση πέους με φυσικό τρόπο, μεγέθυνση στήθους, μεγέθυνση πέους με φυσικό τρόπο – πως λειτουργεί, μεγέθυνση στήθους με φυσικό τρόπο, μεγέθυνση οθόνης, μεγέθυνση φωτογραφίας, μεγέθυνση του πέους με φυσικό τρόπο, μεγέθυνση πέους, μεγέθυνση εικόνας, μεγέθυνση πέους χωρίς προσπάθεια στο σπίτι

Μεταφράσεις: μεγέθυνση

μεγέθυνση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
enlargement, magnification, enlarge, growth, zoom

μεγέθυνση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ampliación, expansión, aumento, agrandamiento, magnificación, aumentos, de ampliación

μεγέθυνση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
expansion, anstieg, vergrößerung, verbreiterung, Vergrößerung, Vergrößerungs, Vergrßerung, Vergrösserung

μεγέθυνση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
expansion, grossissement, amplification, agrandissement, accroissement, augmentation, un grossissement, grossissement de, grandissement

μεγέθυνση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
espansione, ingrandimento, ampliamento, di ingrandimento, ingrandimenti, l'ingrandimento, ingrandimento di

μεγέθυνση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ampliação, de ampliação, aumento, ampliação de, magnificação

μεγέθυνση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vergroting, uitzetting, expansie, vergrotingsfactor, vergroting van, een vergroting, vergroot

μεγέθυνση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
укрупнение, приращение, пристройка, увеличение, усугубление, расширение, приумножение, увеличения, увеличением, коэффициент увеличения, увеличении

μεγέθυνση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forstørrelse, forstørrelsen, forstørrelses, forstørring

μεγέθυνση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillväxt, utvidgning, förstoring, förstoringen, förstorings, förstoringsgrad

μεγέθυνση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suurennos, suurennus, suurennuksella, suurennusta, suurennuksen

μεγέθυνση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forstørrelse, forstørrelsen, forstørrelsesniveau

μεγέθυνση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zvětšení, zvětšenina, rozšíření, zvětšením, zvětšování

μεγέθυνση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozwodzenie, powiększenie, powiększenia, powiększeniu, powiększeniem, Powiększanie

μεγέθυνση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nagyítás, nagyítási, nagyítással, nagyítású, nagyítást

μεγέθυνση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
büyütme, büyütmeli, büyütmesi, büyütme oranı, bir büyütme

μεγέθυνση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
побільшення, розширення, прибудова, поширювання, збільшення, підвищення, зростання

μεγέθυνση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zmadhim, përforcim, zmadhimi, zmadhimin, i zmadhim

μεγέθυνση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разширение, увеличение, увеличението, на увеличение, на увеличението

μεγέθυνση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
павелічэнне, павелічэньне

μεγέθυνση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suurendamine, suurendus, laiendus, suurendusega, suurenduse, suurendust, suurendusel

μεγέθυνση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
povećanje, uvećanje, uvećanja, povećanja, uvećanjem

μεγέθυνση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stækkun, stækkunarsvið, föld stækkun, hún stækkuð

μεγέθυνση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
didinimas, didinimo, padidinimas, priartinimas, didinimu

μεγέθυνση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izplešanās, paplašināšanās, izplešana, paplašināšana, palielināšana, palielinājums, palielinājuma, palielinājumu, palielinājumā

μεγέθυνση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зголемување, зголемувањето, на зголемувањето, на зголемување

μεγέθυνση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mărire, de mărire, mărire de, amplificare, o mărire

μεγέθυνση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
povečava, povečavo, povečave, povečavi, kratna povečava

μεγέθυνση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zväčšenie, zväčšenia, zväčšení, zväčšeniu, zväčšenie obrázka

Στατιστικά δημοτικότητας: μεγέθυνση

Τυχαίες λέξεις