Używać στα ελληνικά
Μετάφραση: używać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασκώ, χρησιμοποιώ, χαίρω, εφαρμόζω, απολαμβάνω, άσκηση, αιτούμαι, βάζω, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ekstrahować στα ελληνικά - αποσπώ, εκχύλισμα, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα
- enharmoniczny στα ελληνικά - εναρμονική
- floret στα ελληνικά - αποτρέπω, ματαιώνω, φύλλο, φύλλου, αλουμινόχαρτο, έλασμα, λεπτό φύλλο
- hydroliza στα ελληνικά - υδρόλυση, υδρόλυσης, υδρολύσεως, την υδρόλυση, η υδρόλυση
Τυχαίες λέξεις
Używać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασκώ, χρησιμοποιώ, χαίρω, εφαρμόζω, απολαμβάνω, άσκηση, αιτούμαι, βάζω, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Μεταφράσεις: ασκώ, χρησιμοποιώ, χαίρω, εφαρμόζω, απολαμβάνω, άσκηση, αιτούμαι, βάζω, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση