Λέξη: φαυλότητα

Σχετικές λέξεις: φαυλότητα

φαυλότητα συνώνυμα, φαυλότητα λεξικό

Συνώνυμα: φαυλότητα

μέγγενη, σφιγκτήρ, βίτσιο, ελάττωμα, κακία, αχρειότητα, φαυλότης, αχρειότης, προστυχιά, διαφθορά, εξαχρείωση, αισχρότητα, κακοήθεια, αισχρότης, ακολασία, λαγνεία, ασέλγεια, μοχθηρότητα, απαισιότης, απαισιότητα, δυσοίωνο

Μεταφράσεις: φαυλότητα

φαυλότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
venality, wickedness, vice, viciousness, villainy, wantonness

φαυλότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
maldad, iniquidad, malicia, la maldad, impiedad

φαυλότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
käuflichkeit, Bosheit, Schlechtigkeit, Boshaftigkeit, Gottlosigkeit, Böse

φαυλότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corruption, méchanceté, la méchanceté, iniquité, malice, perversité

φαυλότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cattiveria, malvagità, la malvagità, iniquità, empietà

φαυλότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maldade, perversidade, iniqüidade, impiedade, malícia

φαυλότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slechtheid, goddeloosheid, boosheid, kwaad, verdorvenheid

φαυλότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
продажность, злобность, нечестие, зло, злоба, развращение

φαυλότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ondskap, ugudelighet, onde, ondskapen, ugudelighets

φαυλότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ogudaktighet, ondska, ondskan, wickedness, orättfärdighet

φαυλότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pahuus, pahuuden, pahuutta, pahuutensa, jumalattomuuden

φαυλότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ondskab, ugudelighed, onde, ondskaben

φαυλότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
korupce, špatnost, bezbožnost, nešlechetnosti, zlovolnost, ničemnost

φαυλότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprzedajność, korupcja, niegodziwość, nikczemność, złośliwość, złość, niepobożność

φαυλότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megvásárolhatóság, gonoszság, gonoszsága, gonoszságot, a gonoszság, gonoszságuk

φαυλότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kötülük, kötülüğü, wickedness, fasıklığı, kötülüğün

φαυλότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
продажність, злостивість, злісність, злобність, злобность, озлобленість

φαυλότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ligësi, ligësia, ligësia e, ligësitë, pabesia

φαυλότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
продажност, порочност, нечестието, нечестие, беззаконие, беззаконието

φαυλότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зласлівасць

φαυλότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äraostetavus, müüdavus, kurjus, kurjusest, kurjust, pahelisuse, pahelisus

φαυλότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poročnost, pokvarenost, zloća, opačina, bezbožnost

φαυλότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mannvonska, illsku, guðleysi, illska, vonska

φαυλότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nedorybė, nedorumas, nedorybės, nedorumo

φαυλότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bezdievība, ļaunums, grēcīgums, noziedzies

φαυλότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зло, расипаност, беззаконие, злото, нечестието

φαυλότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răutate, răutatea, răutății, stricăciunea, stricăciune

φαυλότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hudobija, hudobije, brezbožnost, krivico, zloća

φαυλότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zlo, zlobu, zlé, neprávosť, špatnost
Τυχαίες λέξεις