Uchwyt στα ελληνικά

Μετάφραση: uchwyt, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειρίζομαι, κουρεύω, συνδετήρας, θήκη, λαβή, σφίγγω, κράτημα, πόρπη, τσιμπώ, μεταχειρίζομαι, πετώ, χερούλι, συλλαμβάνω, πιάνω, ψαλιδίζω, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται
Uchwyt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • baniasty στα ελληνικά - βολβώδης, βολβώδους, βολβώδη, βολβοειδές, βολβοειδή
  • batymetria στα ελληνικά - βυθομετρίας, βαθυμετρίας, βαθυμετρία, τη βαθυμετρία, η βαθυμετρία
  • całun στα ελληνικά - σάβανο, κάλυμμα, σινδόνη, πέπλο, προεντατήρα
Τυχαίες λέξεις
Uchwyt στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειρίζομαι, κουρεύω, συνδετήρας, θήκη, λαβή, σφίγγω, κράτημα, πόρπη, τσιμπώ, μεταχειρίζομαι, πετώ, χερούλι, συλλαμβάνω, πιάνω, ψαλιδίζω, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται