Λέξη: εκσκαφέας
Σχετικές λέξεις: εκσκαφέας
εκσκαφέας-φορτωτής jcb, εκσκαφέας με συρόμενο κάδο, εκσκαφέας-φορτωτής, εκσκαφέας pc200, εκσκαφέας βιντεο, εκσκαφέας με αρπάγη, εκσκαφέας video, εκσκαφέας με ερπύστριες, εκσκαφέας παιχνιδια, εκσκαφέας youtube
Μεταφράσεις: εκσκαφέας
εκσκαφέας στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
excavator, excavators, backhoe, loader, skip
εκσκαφέας στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
excavador, excavadora, excavadora de, excavadoras, excavadoras con
εκσκαφέας στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erdbagger, ausgräber, Bagger, Baggers, Mobilbagger
εκσκαφέας στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dragueur, drague, excavateur, excavatrice, pelleteuse, fouilleur, Pelle, Pelle sur
εκσκαφέας στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scavatrice, Escavatori, escavatore, di escavatori, dell'escavatore
εκσκαφέας στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escavadora, escavadeira, Escavadora de, máquina escavadora, excavator
εκσκαφέας στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
graafmachine, graafmachines, graafwerktuig, Mobiele graafmachines, excavator
εκσκαφέας στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
экскаватор, землекоп, экскаватора, экскаваторы, экскаваторов
εκσκαφέας στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gravemaskin, Gravemaskiner, gravemaskin på, Dreven gravemaskin, gravemaskinen
εκσκαφέας στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grävmaskin, på band, på däck, Grävare, grävmaskin på däck
εκσκαφέας στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaivuri, kaivinkone, kaivinkoneen, kaivukone, excavator
εκσκαφέας στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gravemaskine, gravemaskinen, excavator, gravemaskiner, gravemaskinens
εκσκαφέας στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
exkavátor, bagr, rypadlo, rýpadlo, excavator, rypadlo Použité
εκσκαφέας στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ekskawator, czerparka, koparka, czerpaczka, Koparki, excavator, Koparka Ładowarki
εκσκαφέας στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kotrógép, kotró, excavator, exkavátor, kotrógép a
εκσκαφέας στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ekskavatör, ekskavatör için, paletli ekskavatör
εκσκαφέας στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грабар, екскаватор
εκσκαφέας στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ekskavator, ekskavatori, ekskavatorit, ekskavatori i, ekskavatorët
εκσκαφέας στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
багер, екскаватор, багерно, багери, багера
εκσκαφέας στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
экскаватар, кантакты, mail Усе нашы кантакты
εκσκαφέας στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ekskavaator, kaevaja, roomikekskavaator, ratasekskavaator, ekskavaatori, excavator
εκσκαφέας στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
radnik na iskopavanju, bager, rovokopača, Rovokopač, rovokopače
εκσκαφέας στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gröfu, grafa, gröfu til
εκσκαφέας στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ekskavatorius, ekskavatoriai, ekskavatorių, excavator
εκσκαφέας στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ekskavators, Excavator, ekskavatoru, ekskavatori, ekskavatora
εκσκαφέας στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
багер, багери, багерот, ровокопачот, багер од
εκσκαφέας στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
excavator, Excavator pe, excavatoare, excavatoare pe, Excavator de
εκσκαφέας στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bager, excavator, goseničar, bagri, bager na
εκσκαφέας στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bager, rýpadlo, bagr, báger, bágr
Τυχαίες λέξεις