Uciskać στα ελληνικά
Μετάφραση: uciskać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιέζω, βίδα, βιδώνω, πρεσάρω, σφίγγω, συστέλλονται, constrict, συστέλλουν, συσταλούν
Μεταφράσεις
- błaznowanie στα ελληνικά - καραγκιοζιλίκια, κλόουν, clowning
- dozować στα ελληνικά - δοσολογία, απονέμω, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
- errata στα ελληνικά - erratum, διορθωτικό, παρόραμα, τυπογραφικό λάθος αναγράφηκε
- inklinacja στα ελληνικά - τάση, ροπή, κλίση, κλίσης, κλίσεως, την κλίση
Τυχαίες λέξεις
Uciskać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιέζω, βίδα, βιδώνω, πρεσάρω, σφίγγω, συστέλλονται, constrict, συστέλλουν, συσταλούν
Μεταφράσεις: πιέζω, βίδα, βιδώνω, πρεσάρω, σφίγγω, συστέλλονται, constrict, συστέλλουν, συσταλούν