Λέξη: αποξένωση
Σχετικές λέξεις: αποξένωση
αποξένωση ζευγαριού, αποξένωση στην εργασία, αποξένωση αντώνυμο, αποξένωση συνώνυμο, αποξένωση από τον πραγματικό κόσμο, αποξένωση στο ζευγάρι, αποξένωση των ανθρώπων, αποξένωση ορισμός, αποξένωση βικιλεξικο, αποξένωση από τον εαυτό
Συνώνυμα: αποξένωση
αποξενωτής, αλλοτρίωση
Μεταφράσεις: αποξένωση
αποξένωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alienation, estrangement, alienator, alienation of, the alienation
αποξένωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alienación, enajenación, la alienación, la enajenación, alejamiento
αποξένωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entfremdung, verfremdung, distanzierung, Entfremdung, Verfremdung, Veräußerung, die Entfremdung
αποξένωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aliénation, l'aliénation, d'aliénation, éloignement
αποξένωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alienazione, l'alienazione, dell'alienazione, dall'alienazione, di alienazione
αποξένωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alienação, a alienação, de alienação, da alienação, afastamento
αποξένωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vervreemding, de vervreemding, vervreemden, overdracht
αποξένωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
умопомешательство, отчуждение, отдаление, охлаждение, отчуждения, отчуждением, отчужденность, отчуждении
αποξένωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fremmedgjøring, avhendelse, avhendelsen, fremmedgjør, fremmedgjøringen
αποξένωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
alienation, utanförskap, alienationen, överlåtelse, främlingskap
αποξένωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vieraantuminen, vieraantumisen, vieraantumista, syrjäytymisen, vieraantumisesta
αποξένωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fremmedgørelse, afhændelse, fremmedgørelsen, fremmedgjorthed
αποξένωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odcizení, zcizení, odcizením, zavrženého, alienation
αποξένωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obcość, zrażenie, odstręczenie, alienacja, obłęd, wyobcowanie, przewłaszczenie, alienacji, wyobcowania
αποξένωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elidegenülés, elidegenítés, elidegenedés, elidegenítéséből, az elidegenedés, elidegenítési
αποξένωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yabancılaştırma, yabancılaşma, yabancılaşmanın, yabancılaşması
αποξένωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відчужування, відчуженість, відчуження
αποξένωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tjetërsim, tjetërsimi, tjetërsimin, tjetërsimit, tjetërsimi i
αποξένωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отчуждение, отчуждаване, отчуждението, отчуждаването, отчужденост
αποξένωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адчужэнне, адчужэньне
αποξένωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võõrandumine, võõrandumise, võõrandamisest, võõrandumist, juurdekasvu
αποξένωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
udaljavanje, otuđenost, otuđenje, otuđenja, alijenacija, otuđivanje
αποξένωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
firring, sala, afsals
αποξένωση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
alienatio
αποξένωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susvetimėjimas, susvetimėjimo, susvetimėjimą, atitolęs, atitolimas
αποξένωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atsavināšana, atsvešināšanās, atsavināšanas, atsvešinātība, atsavināšanu
αποξένωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отуѓување, отуѓеност, отуѓувањето, отуѓеноста, алиенација
αποξένωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înstrăinare, alienare, înstrăinarea, alienarea, înstrăinării
αποξένωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odtujenost, odtujenosti, odtujitev, odtujevanje, alienacija
αποξένωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odcudzenie, odcudzeniu, odcudzenia, krádeže, odcudzení