Uciszyć στα ελληνικά
Μετάφραση: uciszyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σιωπή, ήρεμος, νηνεμία, κατευνάζω, ανακουφίζω, σιγή, σωπαίνω, σιωπής, τη σιωπή, η σιωπή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bankowość στα ελληνικά - τραπεζικής, τραπεζική, τραπεζικές, τραπεζικά, τραπεζικό
- ciśnieniomierz στα ελληνικά - μανόμετρο, μετρητή πίεσης, μετρητής πίεσης, μανομέτρου, μανόμετρο πίεσης
- duet στα ελληνικά - μονομαχία, ντουέτο, δίδυμο, duo, ντουέτου, το δίδυμο
- dżem στα ελληνικά - συνωστισμός, μαρμελάδα, εμπλοκή, μαρμελάδας, εμπλοκής, μαρμελάδες
Τυχαίες λέξεις
Uciszyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σιωπή, ήρεμος, νηνεμία, κατευνάζω, ανακουφίζω, σιγή, σωπαίνω, σιωπής, τη σιωπή, η σιωπή
Μεταφράσεις: σιωπή, ήρεμος, νηνεμία, κατευνάζω, ανακουφίζω, σιγή, σωπαίνω, σιωπής, τη σιωπή, η σιωπή