Λέξη: αισιοδοξία

Σχετικές λέξεις: αισιοδοξία

αισιοδοξία και διαχείριση επαγγελματικού άγχους, αισιοδοξία και εθελοτυφλία, αισιοδοξία γνωμικά, αισιοδοξία ευχαριστώ θα πάρω, αισιοδοξία translation, αισιοδοξία ετυμολογία, αισιοδοξία καρυωτάκης, αισιοδοξία συνώνυμο, αισιοδοξία συνώνυμα

Μεταφράσεις: αισιοδοξία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
optimism, optimistic, of optimism
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
optimismo, el optimismo, optimismo de, optimista, de optimismo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
optimismus, Optimismus, optimistisch, Zuversicht
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
optimisme, l'optimisme, d'optimisme, optimiste, un optimisme
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ottimismo, l'ottimismo, di ottimismo, dell'ottimismo, all'ottimismo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
otimismo, optimismo, o otimismo, optimism, o optimismo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
optimisme, optimistisch, het optimisme, optimistische, optimisme van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оптимизм, оптимизма, оптимизмом, оптимизм в
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
optimisme, optimismen, optimistisk, optimisme i
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
optimism, optimismen, optimistisk, framtidstro
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toiveajattelu, optimismi, optimismia, optimismiin, optimismin, optimistinen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
optimisme, optimismen, optimistisk, optimisme med
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
optimismus, optimismu, optimismem, optimismus se
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
optymizm, optymizmu, optymizmem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
optimizmus, optimizmust, optimizmusra, az optimizmus, optimizmussal
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iyimserlik, iyimserliği, iyimser, iyimserliğin, bir iyimserlik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оптимізм, оптимізму
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
optimizëm, optimizmi, optimizëm të, optimizmin, optimizmi i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оптимизъм, оптимизма, оптимизмът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аптымізм, аптымізму
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
optimism, optimismi, optimismiks, optimismiga, optimistlik
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vedrina, optimizam, optimizma, je optimizam, optimizmom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bjartsýni, bjartsýninni, á bjartsýninni, bjartsýninni og
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
optimizmas, optimizmo, optimizmą, optimistiškai, optimizmui
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
optimisms, optimismu, optimisma, optimismam
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оптимизам, оптимизмот, оптимизам во
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
optimism, optimismul, optimismului, de optimism, optimist
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
optimizem, optimizma, optimizmom, optimizmu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
optimizmus, optimizmom, optimizmu

Στατιστικά δημοτικότητας: αισιοδοξία

Τυχαίες λέξεις