Λέξη: ξεπετάγομαι

Συνώνυμα: ξεπετάγομαι

εξακοντίζω, ρίχνω με ορμή, ρίχνω, ορμώ, φορτσάρω, αναβλύζω, εκχύνω, εντείνω τις δυνάμεις

Μεταφράσεις: ξεπετάγομαι

ξεπετάγομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spurt, dart

ξεπετάγομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
surtir, dardo, estirón, chorro, arranques, brote, racha

ξεπετάγομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pfeil, satz, strahl, rasen, Spurt, Schub, spritzen, Strahl

ξεπετάγομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
giclement, dard, projeter, jaillissement, lancement, flèche, élan, lance, voler, fléchette, rejeter, jeter, projection, sursaut, coup, gicler, giclée, accélération, poussée

ξεπετάγομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
zampillo, aviogetto, getto, scatto, spurt, scatto di, schizzo

ξεπετάγομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jorros, arranco, surto, surto de, jorro

ξεπετάγομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opspatten, stuiven, verspuiten, spurt, groeispurt, is spurt, straal

ξεπετάγομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выноситься, стрела, рвануться, помчаться, вынестись, жало, дротик, рывок, ринуться, вытачка, спорхнуть, шмыгнуть, струя, всплеск, спурт, рывка

ξεπετάγομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stråle, sprute, spurten, sprut, spurt

ξεπετάγομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rusa, pil, stråle, spurt, trappsteget, spurten

ξεπετάγομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
loppukiri, ampaista, lennähtää, liihottaa, kiitää, kiriä, liihotella, ruiskahdus, kiri, rynnistää, pinkaista, pirskahtaa

ξεπετάγομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spurt, slutspurt, voldsomme, vækststigning, kraftanstrengelse

ξεπετάγομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyrazit, výtrysk, hodit, metat, finiš, šipka, vyšlehnout, rozmach, proud, oštěp, mrštit, střela, letět, šíp, vrhnout, stříkat, spurt, pro fontany, vystříknout, hnát se

ξεπετάγομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rzut, ciskać, finiszować, rzutek, zryw, wpadać, strumień, oszczep, tryskać, chlustać, lecieć, gnać, strzałka, przyspieszać, rzutka, sikać, spurt, zrywu

ξεπετάγομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kilövellés, hajrá, szökellés, Szökőkúti, finiselés

ξεπετάγομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hamle, olağanüstü çaba, fışkırtmak, fışkırma, gayret

ξεπετάγομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стріла, виточка, струмінь, жало, помчатися, ривок

ξεπετάγομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrymë, curril, gufon, vrull, rrymë e

ξεπετάγομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
напън, изблик, шурвам, силна струя, бърз ход

ξεπετάγομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рывок

ξεπετάγομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sööst, heitma, viskenool, purskuma, õmblusvolt, juga, spurt, konjunktuuri paranemine, kursis tõusma, pritsima, hinna ootamatu tõus

ξεπετάγομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mlaz, provala, špricati, izbijanje, napregnuti, iznenadan porast

ξεπετάγομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spurt, vaxtakippurinn, Endurnýjaðan þrótt

ξεπετάγομαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
telum, spiculum, jaculum

ξεπετάγομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šaudyti, spurtas, protrūkis, pratrūkti, gūsis, pasileisti bėgti

ξεπετάγομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strūkla, izrāviens, brāzma, izrauties

ξεπετάγομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изблик, голема брзина, телесен, брз, шурвам

ξεπετάγομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jet, puseu, puseu de, puseul de, efort de viteză

ξεπετάγομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stikat, sprt, treskat, šipka, Izbruh, Špricati, obdobje hitre

ξεπετάγομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spurt, špurt
Τυχαίες λέξεις