Uczęszczać στα ελληνικά
Μετάφραση: uczęszczać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συχνάζω, παρακολουθώ, συχνός, παραβρίσκομαι, θέρετρο, παρακολουθήσουν, παραστεί, παραστούν, παρευρεθούν, παρακολουθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anglikanin στα ελληνικά - διαμαρτυρόμενος, Αγγλικανική, Αγγλικανικής, Αγγλικανός, Αγγλικανικός, την Αγγλικανική
- atlant στα ελληνικά - άτλας, Atlas, άτλαντα, άτλαντας, άτλαντος
- atut στα ελληνικά - κεφάλαιο, ενεργητικό, ψευτομαχητής, ατού, Trump, πλεονέκτημα, Τραμπ, ...
- bagatelizować στα ελληνικά - αγνοώ, παραβλέπω, ελαχιστοποίηση, την ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποιούν, ελαχιστοποίηση των, ελαχιστοποιηθεί
Τυχαίες λέξεις
Uczęszczać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συχνάζω, παρακολουθώ, συχνός, παραβρίσκομαι, θέρετρο, παρακολουθήσουν, παραστεί, παραστούν, παρευρεθούν, παρακολουθούν
Μεταφράσεις: συχνάζω, παρακολουθώ, συχνός, παραβρίσκομαι, θέρετρο, παρακολουθήσουν, παραστεί, παραστούν, παρευρεθούν, παρακολουθούν