Ukamienować στα ελληνικά
Μετάφραση: ukamienować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πετροβολώ, πέτρα, λιθοβολώ, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη
Μεταφράσεις
- bratowa στα ελληνικά - κουνιάδα, ανδραδέλφη, γυναικαδέλφη
- bystro στα ελληνικά - λαμπερά, λαμπρά, απότομα, κατακόρυφα, σημαντικά, έντονα, αισθητά
- cudactwo στα ελληνικά - ιδιορρυθμία, παραξενιά, μοναδικότητα, παραδοξότητα, αλλοκοτιά, παραδοξότης
- epizod στα ελληνικά - επεισόδιο, επεισοδίου, το επεισόδιο, επεισοδίων, του επεισοδίου
Τυχαίες λέξεις
Ukamienować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πετροβολώ, πέτρα, λιθοβολώ, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη
Μεταφράσεις: πετροβολώ, πέτρα, λιθοβολώ, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη