Λέξη: μητριά

Σχετικές λέξεις: μητριά

μητριά ορισμός, μητριά πατρίδα

Συνώνυμα: μητριά

θετή μητήρ, μητρυιά

Μεταφράσεις: μητριά

μητριά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stepmother, her stepmother, step mother

μητριά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
madrastra, la madrastra, su madrastra, madrastra de

μητριά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stiefmutter, Stiefmutter, Stief, die Stiefmutter

μητριά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
marâtre, beau-père, belle-mère, mère par remariage, la mère par remariage

μητριά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
matrigna, la matrigna, stepmother

μητριά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
padrasto, madrasta, a madrasta

μητριά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stiefmoeder, de stiefmoeder, stiefmoeder van

μητριά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мачеха, мачехой, мачехи, мачеху, мачехе

μητριά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stemor, stemoren

μητριά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
styvmor, styvmodern, styvmamma, styv, stepmother

μητριά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äitipuoli, äitipuolensa, stepmother, äitipuoleni, äitipuolen

μητριά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stedmor, stedmoder, stedmoderen, onde stedmor

μητριά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
macecha, nevlastní matka, nevlastní matkou, macechou, nevlastní matky

μητριά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
macocha, macochy, macochą, macochę, macosze

μητριά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mostohaanya, mostohaanyja, mostoha, mostohaanyám, mostohaanyjával

μητριά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
üvey anne, üvey, üvey annesi, üvey annen, üvey annem

μητριά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мачуха, мачеха

μητριά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njerkë, njerka, njerkë e, njerka e, njerkën

μητριά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мащеха, мащехата, на мащехата, втора майка, мащехата на

μητριά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сьвёкар, мачыха, мачаха

μητριά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kasuema, võõrasema, kasuemaga, kasuemalt

μητριά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
maćeha, pomajka, maćeha je, pomajke, maćehe

μητριά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stjúpmóðir

μητριά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pamotė, pamotei, įmotei, pamotės, Macocha

μητριά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pamāte, pamāti

μητριά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
маќеа, маќеата

μητριά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mama vitregă, mama vitrega, mamă vitregă, vitrega, mama vitregă a

μητριά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mačeha, mačeho, Maćeha, mačeha je

μητριά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
macocha, nevlastná, nevlastní, nevlastný, nevlastnia, nevlastné
Τυχαίες λέξεις