Λέξη: σκυθρωπός

Σχετικές λέξεις: σκυθρωπός

σκυθρωπός ορισμός, σκυθρωπός συνώνυμα

Συνώνυμα: σκυθρωπός

κατηφής, διαγώνιος, διασταυρωμένος, δύστροπος, ενάντιος, σταυρωτός, άθυμος, κακόκεφος, ιδιότροπος, μουτρωμένος, κατσούφης, στριμμένος, αγρωπός, πικρόχολος, κακοδιάθετος, αγέλαστος, περίλυπος, άχαρος, μελαγχολικός, βαρύς, σοβαρός

Μεταφράσεις: σκυθρωπός

σκυθρωπός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sullen, surly, glum, saturnine, sulky, morose

σκυθρωπός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tétrico, hosco, saturnino, saturnina, saturnine, taciturno, melancólico

σκυθρωπός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
griesgrämig, grämlich, mürrisch, bedrückt, deprimiert, mürrische, verdrießlich, düster, finster, saturnine, düstere, saturnische

σκυθρωπός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rude, rustre, atrabilaire, morne, morose, gris, boudeur, couvert, sombre, agreste, maussade, renfrogné, nuageux, sinistre, grossier, triste, saturnien, saturnine, saturnienne, saturnin

σκυθρωπός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tetro, imbronciato, malinconico, saturnino, saturnine, saturnina, saturnini

σκυθρωπός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arisco, brusco, saturnino, saturnine, saturnina, sombrio, soturno

σκυθρωπός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuur, bars, stuurs, akelig, honds, onaardig, nurks, gemelijk, nors, aalwaardig, somber, naargeestig, zwaarmoedig, saturnine, zwaarmoedige

σκυθρωπός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
насупленный, зловещий, сердитый, брюзгливый, гнетущий, угрюмый, хмурый, мрачный, ворчливый, грубый, нахмуренный, сумрачный, замкнутый, пасмурный, свинцовый, угрюмого

σκυθρωπός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tverr, mutt, saturnine

σκυθρωπός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
saturnine, saturn, saturniska, tungsint, tystlåten

σκυθρωπός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jörö, synkkä, nyreä, tyly, kiukkuinen, äksy, tummapilvinen, juro, nyrpeä, saturnine

σκυθρωπός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
saturnine

σκυθρωπός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mrzutý, zachmuřený, podmračený, divoký, ponurý, hrubý, neblahý, zamračený, zasmušilý, nevlídný, chmurný, nevrlý, mrzutá

σκυθρωπός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chmurny, ponury, gburowaty, nieprzyjazny, burkliwy, opryskliwy, markotny, posępny, pochmurny, zgryźliwy, ponurego, saturnine, ołowiowy

σκυθρωπός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nehézkes, nyers, barátságtalan, bárdolatlan, morc, morcos, komor, mogorva, saturnine

σκυθρωπός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
huysuz, somurtkan, suratsız, saturnine, asık suratlı, kurşun ile ilgili, kurşun ile

σκυθρωπός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зловісний, насуплений, лиховісний, похмурий, гнівливий, понурий, похмура

σκυθρωπός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i vrenjtur, vrenjtur, i ngrysur, ngrysur

σκυθρωπός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мрачния, мрачен, навъсен, навъсено, оловен, навъсеното

σκυθρωπός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пануры, змрочны, апанураны

σκυθρωπός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mossis, torssis, tõre, hüljatud, ähvardav, Grim

σκυθρωπός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potišten, grub, zagasitim, mrk, sumoran, natmuren, osoran, mrzovoljan, olovan, pod utjecajem planete Saturn, utjecajem planete Saturn, planete Saturn

σκυθρωπός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
saturnine

σκυθρωπός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
melancholiškas, niūrus, Moaning, apsinuodijęs švinu, Niūri

σκυθρωπός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īgns, drūms, svina

σκυθρωπός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оловен

σκυθρωπός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
taciturn, saturnine, saturnin, saturniană, de plumb

σκυθρωπός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
saturnine

σκυθρωπός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mrzutý, zamračený, chmúrny, mrzutá, mrzuté
Τυχαίες λέξεις