Ukręcić στα ελληνικά
Μετάφραση: ukręcić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκίζω, σχίζω, στύβω, δάκρυ, πιέζω, στραγγίζω, στύψτε, πιέζω τα, στίψιμο
Μεταφράσεις
- błaznowanie στα ελληνικά - καραγκιοζιλίκια, κλόουν, clowning
- cenotaf στα ελληνικά - κενοτάφιο, κενοταφίου, για κενοτάφιο, κενοτάφιό
- doczesny στα ελληνικά - γήινος, εγκόσμιος, χρονικός, κοσμικός, τετριμμένος, χρονική, χρονικής, ...
- dzikie στα ελληνικά - άγριος, άγρια, άγριων, άγριου, άγριας
Τυχαίες λέξεις
Ukręcić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκίζω, σχίζω, στύβω, δάκρυ, πιέζω, στραγγίζω, στύψτε, πιέζω τα, στίψιμο
Μεταφράσεις: σκίζω, σχίζω, στύβω, δάκρυ, πιέζω, στραγγίζω, στύψτε, πιέζω τα, στίψιμο