Λέξη: υπόδειγμα

Σχετικές λέξεις: υπόδειγμα

υπόδειγμα αίτησης, υπόδειγμα ιδιόγραφης διαθήκης, υπόδειγμα επιστολής, υπόδειγμα αίτησης θεραπείας, υπόδειγμα υπεύθυνης δήλωσης, υπόδειγμα συστατικής επιστολής, υπόδειγμα βιογραφικού, υπόδειγμα διαθήκης, υπόδειγμα μήνυσης, υπόδειγμα συναλλαγματικής, επιστολή υπόδειγμα, αίτηση υπόδειγμα, αίτηση, βιογραφικό υπόδειγμα, βιογραφικό σημείωμα, βιογραφικό σημείωμα υπόδειγμα, συστατική επιστολή, συστατική επιστολή υπόδειγμα, βιογραφικο σημειωμα, συστατικη επιστολη

Συνώνυμα: υπόδειγμα

μοντέλο, τύπος υπεροχής, παράγων, πρότυπο, πατρόν, αχνάρι, δείγμα, είδος

Μεταφράσεις: υπόδειγμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
paragon, example, model, specimen, pattern, a model, model of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pauta, ejemplar, ejemplo, modelo, modelo de, el modelo, del modelo, modelos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fall, musterknabe, exempel, vorbild, leitbild, beispiel, Modell
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cas, affaire, ex, paradigme, échantillon, modèle, idéal, standard, type, exemple, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esempio, modello, modella, modello di, il modello, modelli
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caso, examinar, remirar, exemplo, modelo, modelo de, do modelo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toonbeeld, geval, voorbeeld, zaak, model, model van, het model, type
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
случай, пример, парагон, приклад, образчик, образец, урок, модель, модели, моделью
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksempel, modell, modellen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ideal, föredöme, modell, modellen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asia, tapaus, esikuva, sija, esimerkki, ilmaus, harjoitustehtävä, malli, mallin, mallin mukaan, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ideal, eksempel, model, modellen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzor, ukázka, příklad, model, modelu, obrázky, modelem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dwugarmond, kład, wzór, uosobienie, przykład, model, modelka, modelu, modelem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mintakép, modell, modellt, modell szerint, modellje, modellben
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
örnek, durum, dava, model, modeli, modelinin, modelin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
урок, взірець, безпрецедентний, алмаз, зразок, приклад, модель, улюблену модель
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shembull, model, modeli, model i, modeli i, modelin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
образец, пример, падеж, модел, модела, модел на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мадэль, выкананне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
näide, musterkuju, kroon, täiuseideaal, eeskuju, mudel, mudeli, mudeli järgi, mudelit, näidisele
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
djelo, primjer, uzorak, primjera, primjeru, model, modela, modelu, modelom, je model
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dæmi, fyrirmynd, líkan, líkanið, gerð, módel
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
exemplum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dievaitis, idealas, stabas, byla, atvejis, pavyzdys, modelis, modelio, modelį, Model
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lieta, situācija, ideāls, piemērs, paskaidrojums, paraugs, gadījums, elks, modelis, modeļa, ...
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
модел, моделот, модел на, модели
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ideal, exemplu, idol, caz, model, modelul, model de, modelului, modelul de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
primer, ideál, vzor, model, modela, vzorec, modelu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vzor, ideál, model, modelu

Στατιστικά δημοτικότητας: υπόδειγμα

Τυχαίες λέξεις